ψευδοακακία

ψευδοακακία
η, Ν
βλ. ψευδακακία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ροβινία — (ροβινία η ψευδοακακία). Δέντρο, γνωστό και με το γενικό όνομα ακακία, της οικογένειας των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών, της υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Βορειοαμερικανικής καταγωγής, είναι διαδομένη σε πολλά μέρη του… …   Dictionary of Greek

  • ψευδακακία — και ψευδοακακία, η, Ν βοτ. είδος φυτών τού γένους ροβινία, κν. γνωστό ως ακακία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ακακία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοῖβος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”